Πρόσφυγες σε παράγκα της Καλαμαριάς
Αντρες, γυναίκες, παιδιά. Γέροι κι άρρωστοι. Μαζί και τα λιγοστά υπάρχοντα, όσα κατόρθωσαν να περισώσουν από τη λαίλαπα της καταστροφής.
Όλοι στον κλίβανο. Στριμωγμένοι κάτω από το ντους, με μια πλάκα πράσινο σαπούνι με ποτάσα, να λούζουν κεφάλι και σώμα.
Έξω, έρχεται κιόλας η δεύτερη μπαταριά. Τους πρώτους, έτσι βρεγμένους, αχνιστούς ακόμη, τους βάζουν σε ολάνοιχτους θαλάμους. Ο βαρδάρης μπουκάρει μανιασμένος. Τσίτσιδοι, ώσπου νάρθουν τα ρούχα από την απολύμανση. Μπιμπικιάζει το πετσί. Το ρίγος τους διατρέχει σύγκορμα. Τα χείλη στεγνώνουν. Η απόγνωση στα μάτια. Κινούνται σαν νευρόσπαστα για ν' αντισταθούν στο κρύο.
Μόλις αντικρύζουν τα μπογαλάκια τους από τον κλίβανο, ορμάνε να πάρουν τα ρούχα τους να ντυθούν. Τι είναι τούτο πάλι, Θεέ μου! Όλα κουβάρια, στριμμένα άντερα. Τα πιο πολλά έχουν μαζέψει κι έχουν μείνει μισά.
Ωστόσο, το κρύο σχίζει τη σάρκα. Ο βαρδάρης δίνει βιτσιές στα μελανιασμένα κορμιά. Φοράνε ό,τι βρεθεί και τους γίνεται. Τα δόντια χτυπούν. Το στήθος πονεί. Η πούντα και η πνευμονία σε πολλούς γρήγορα θα ακολουθήσει. Φάγανε 50 χιλιάδες πρόσφυγες στην Καλαμαριά από την καραντίνα, γράφουν επίσημα έγγραφα του ΚΚΕ.
Και από το Λοιμοκαθαρτήριο, ίσια στην Καλαμαριά, στους θαλάμους. Εξήντα οι θάλαμοι. Χίλια μέτρα απόσταση από τη θάλασσα. Ένα εξαθλιωμένο μπουλούκι, τσακισμένο ως το μεδούλι, φορτωμένο τ' απομεινάρια της απολύμανσης, με άδεια ψυχή, ανηφορίζει, κρατώντας από τα χέρια παιδιά και καμιά κουβέρτα στη μασχάλη.
Άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι μισόγυμνοι. Κι άλλοι μπίνα στην πλάτη των πιο δυνατών, γιατί δεν αντέχουν άλλο!
Καταπιτσιλισμένες οι σελίδες της προσφυγικής ιστορίας στην Καλαμαριά, τις πρώτες αυτές ώρες, από κατάμαυρες κηλίδες για τα κυνηγημένα παιδιά του ελληνισμού, που μιλούν ακόμη τη γλώσσα του Ομήρου. Αυτοί οι θεματοφύλακες, που φρουρούσαν με τα μάνλιχερ στο χέρι, ολονυκτίς, τις πανάρχαιες ελληνικές ρίζες. Που στο όνομα της Ελλάδας, λιώνουν από συγκίνηση και τους διατρέχει ρίγος.
Οι γυναίκες χάνουν και τα μακριά τους μαλλιά. Τις κουρεύουν για τον φόβο της ψείρας. Αφαιρούν από αυτές τη χάρη εκείνων των καιρών, τότε που τα μαλλιά έπεφταν χείμαρρος ή πλεξούδες ώς τη μέση.
Πεθαίνουν αράδα οι πρόσφυγες εδώ, κι ένας θρήνος απέραντος σκορπίζει στον αέρα και γίνεται θρήνος, μοιρολόι.
Και σεράντα μέρες πρόσφυγοι - εκ'είχαν καραντίναν
τα λείψανα ας σο παπόρ - σην θάλασσαν εσύρναν.
Ο Πόντος, που πλήρωσε ακριβά το εθνικό του πάθος και κατέκτησε τα υψίπεδα της ελληνικής ιστορίας, αυτήν την ώρα αισθάνεται πληγωμένος, προδομένος, κι ας κράτησε με το σπαθί το ατίμητο δώρο της εθνικής αρετής και αξιοπρέπειας
Αγγελική Στεργίου
Δημοσιογράφος και συγγραφέας
Δημοσιογράφος και συγγραφέας
No comments:
Post a Comment